γάργαρα — heaps neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργάρα — Ονομασία τριών αρχαίων κωμοπόλεων, στη Λάμψακο, στην Ήπειρο και στην Ιταλία. Υπήρχε επίσης με την ονομασία αυτή και ένα βουνό στη Νότια Τρωάδα. Κατά τον Όμηρο, στην κορυφή του βουνού αυτού, που ανήκε στο συγκρότημα της Ίδης, σύχναζε ο Δίας κι… … Dictionary of Greek
γάργαρα — Ονομασία τριών αρχαίων κωμοπόλεων, στη Λάμψακο, στην Ήπειρο και στην Ιταλία. Υπήρχε επίσης με την ονομασία αυτή και ένα βουνό στη Νότια Τρωάδα. Κατά τον Όμηρο, στην κορυφή του βουνού αυτού, που ανήκε στο συγκρότημα της Ίδης, σύχναζε ο Δίας κι… … Dictionary of Greek
Γάργαρα — Γάργαρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάργαρ' — γάργαρα , γάργαρα heaps neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργάροις — γάργαρα heaps neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργάρων — γάργαρα heaps neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γάργαρ' — Γάργαρα , Γάργαρον neut nom/voc/acc pl Γάργαρε , Γάργαρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγαργάρισμα — το (Α ἀναγαργάρισμα) [ἀναγαργαρίζω] φάρμακο κατάλληλο για γαργάρα, και η ίδια η γαργάρα … Dictionary of Greek
γαργαρίζω — (AM γαργαρίζω) κάνω γαργάρα, πλένω το στόμα και τον φάρυγγα με υγρό κρατώντας το κεφάλι προς τα πίσω και κάνοντας φυσαλλίδες μσν. νεοελλ. σκούζω, βγάζω άναρθρη κραυγή νεοελλ. 1. (για νερό) κελαρύζω, τρέχω με παφλασμό ευχάριστο στην ακοή 2. βγάζω… … Dictionary of Greek